- Θήραιον
- Θήραιονinvented in the island Theraneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θήραιον — και κατά τον Ευστ. θηραῑον, τὸ (Α) το θηραϊκόν, φόρεμα που φορούσαν στα σατυρικά δράματα στην Αθήνα και που επινοήθηκε στη νήσο Θήρα ή ήταν ανάλογο με την αμφίεση τών Θηραίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θήρα] … Dictionary of Greek
Θηραίοισι — Θήραιον invented in the island Thera neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θηραίου — Θήραιον invented in the island Thera neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θηραίων — Θήραιον invented in the island Thera neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θηραίῳ — Θήραιον invented in the island Thera neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηραϊκός — ή, ό (Α θηραϊκός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή κατοικεί στο νησί Θήρα είτε κατάγεται ή προέρχεται από αυτό, σαντορινιός, σαντορινέικος νεοελλ. 1. φρ. «θηραϊκή γη» η ηφαιστειακή σποδός που καλύπτει τη νήσο Θήρα και που προέρχεται από… … Dictionary of Greek